δεκάρι

δεκάρι
το
1. ποσότητα δέκα ομοειδών πραγμάτων, δεκάδα («ένα δεκάρι χαρτοφάκελα»)
2. νόμισμα δεκάδραχμο, το δεκάρικο
3. το παιγνιόχαρτο που έχει δέκα έγχρωμα σήματα («δεκάρι καρό, κούπα σπαθί, μπαστούνι», «ρίξε ένα δεκάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (κατάληξη) -αρι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκάρι — το 1. η ποσότητα που αποτελείται από δέκα όμοια πράγματα. 2. νόμισμα αξίας δέκα ευρώ (στο παρελθόν, δέκα δραχμών), δεκάρικο. 3. τραπουλόχαρτο με δέκα σημάδια: Ρίξε μου ένα δεκάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δεκάρα — η [δεκάρι] 1. μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα λεπτών 2. μικρό ασήμαντο χρηματικό ποσό 3. ποινή κράτησης ή φυλάκισης δέκα ημερών («έφαγε μια δεκάρα») 4. φρ. α) «δεκάρα τού Όθωνα» άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις β) (για… …   Dictionary of Greek

  • decar — DECÁR1, decari, s.m. Unitate de măsură pentru suprafeţe de pământ, egală cu zece ari. – Deca + ar. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  DECÁR2, decari, s.m. Carte de joc marcată de cifra zece. – Din ngr. dekári. Trimis de claudia, 28.06 …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”